Ἀριστογείτονος

Ἀριστογείτονος
Ἀριστογείτων
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • Αριστογείτων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. O τυραννοκτόνος. Βλ. λ. Αρμόδιος και Αριστογείτων. 2. Θηβαίος ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον συμπολίτη του γλύπτη Υπατόδωρο, κατασκεύασε το περίφημο χάλκινο σύμπλεγμα των Επτά επί Θήβαις. Οι Αργείοι… …   Dictionary of Greek

  • Δείναρχος — (Κόρινθος 360; – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Έζησε στην Αθήνα ως μέτοικος γράφοντας λόγους για άλλους, κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία η φιλομακεδονική κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει ο Κάσσανδρος και αργότερα όταν την εξουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”